Το τελευταίο διάστημα, το παραδέχομαι, το έχω κι εγώ το... θεματάκι μου! :-) Παρατηρώ πόσο φτωχό είναι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε καθημερινά, έναντι του λεξιλογικού πλούτου της ελληνικής γλώσσας!
Σκέφτηκα λοιπόν να μαζέψω εδώ διάφορες ελληνικές λέξεις, τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες, για να τις μοιραστώ μαζί σας, σε μια προσπάθεια να διευρύνουμε το λεξιλογικό μας πλούτο. Είναι κρίμα μια γλώσσα 3000 και βάλε ετών να φτωχαίνει τόσο πολύ από τους σημερινούς χρήστες της και να αργοπεθαίνει, επιτρέποντας σε ξενόφερτες λέξεις να "εισβάλλουν" μέσα της και να την αλλοιώνουν. Οφείλω να σημειώσω ότι η πηγή αναζήτησης των ορισμών των λέξεων ήταν το Βικιλεξικό, η Livepedia, η Εγκυκλοπαίδεια Λευκάς , το Λεξικό Τριανταφυλλίδη και το Λεξικό iSchool.
Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
αβυσσαλέος: (επίθ.) .
αγαστός: (επίθ.) .
αδυσώπητος: (επίθ.) .
ακόρεστος
αλεξιβρόχιο: ομπρέλα
αλτρουιστής: (ουσ. αρσ.) .
αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.
αμείλικτος: (επίθ.) .
αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
άμιλλα: () .
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
ανδραγαθία
απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.
άτεγκτος: () .
ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.
άφατος: (επίθ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ] ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".
αχλός: () .
βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.
βρόχος: θηλιά. Στην Πληροφορική: επαναλαμβανόμενη υπό συνθήκες σειρά εντολών.
βρώση: κατανάλωση τροφίμου.
βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα: μηχανορραφώ, ραδιουργώ.
γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω / (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα συνώνυμα: γονατιστός.
δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
δερματοστιξία: τατουάζ.
δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα, δημοκόπος
διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
δύστοκος: (επιθ.) κυριολ.: που γεννά με δυσκολία
μεταφορ.: αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη, συνώνυμο: βραδύνους (αργόστροφος)
εγείρω:
ειμαρμένη:
εκμαυλίζω: (ρ.) .
ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.
εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.
εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.
εναργής: (επίθ.)
ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.
ενδόμυχος: (επίθ.) .
επαίσχυντος:
επάρατος:
επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.
ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.
ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.
ευθαρσώς: (επίρ.) .
ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.
ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.
θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.
θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.
θεμιτός: () .
θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.
ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.
ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
καθέλκυση: (ουσ. θηλ.) .
καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.
καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.
καπηλεύομαι:
κατακερματισμός:
καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.
κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.
κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.
κατηχούμενος: (μτχ.)
κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.
κόλαφος: (ουσ. αρσ.) .
κονιορτοποιώ: (ρ.) λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη.
κωλησιεργώ: (ρ.) καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου.
λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.
λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.
μαυσωλείο: () .
μειλίχιος: (επίθ.) ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης.
μέμφομαι: () .
μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.
μίασμα: (ουσ. ουδ.) απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα.
μνησίκακος: (επίθ.) αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί.
μομφή: (ουσ. θηλ.) επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία.
μονολιθικός: (επίθ.) πνευματικά στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, μονομερής
μυσταγωγία: () .
νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.
νηπενθής: (.) .
νύξη: υπαινιγμός, υπονοούμενο.
νωχελικός: (επίθ.) ο νωθρός, αυτός που κινείται και δρα με αργό ρυθμό και οκνηρία.
οδυρμός:
ουραγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους.
ουτοπία: (ουσ. θηλ.) το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα.
παιανίζω: () .
πακτωλός: () .
πανάκεια: (.) .
παρεισφρέω: (ρ.) εισβάλλω, διεισδύω, μπαίνω αυθαίρετα.
παχυλός: (επίθ.) 1. παχουλός 2. (μτφ.) α) αυτός που είναι περισσότερος από το κανονικό, ο υπερβολικός: "παχυλοί μισθοί", β) ο πλήρης, ο τέλειος. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
πένης: (επίθ.) φτωχός.
πενία: (ουσ. θηλ.) Η στέρηση των αναγκαίων, η ανεπάρκεια και των στοιχειωδεστέρων πόρων για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. η φτώχεια.
πενιχρός: (επίθ.) φτωχικός, λίγος, ανεπαρκής, ασήμαντος.
πολυσχιδής:
προπηλακίζω:
πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος
ρακένδυτος: (επίθ.) κουρελιασμένος, κουρελής.
ρηξικέλευθος: (επίθ.) < από το μεταγενέστερο ῥηξικέλευθος. Σύνθεση των λέξεων ῥήγνυμι, ανοίγω + κέλευθος, δρόμος. Αυτός που δημιουργεί πρόοδο ("ανοίγει νέους δρόμους") στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία κ.α..
σκαπανέας: (ουσ. αρσ.) πρωτοπόρος, καινοτόμος, ρηξικέλευθος
σταχυολογώ: (ρ.) μαζεύω στάχυα / (μτφ.) διαλέγω, απανθίζω. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
συνδαιτυμόνας: (ουσ. αρσ.) αυτός που δειπνεί με άλλο άτομο.
ταλανίζω: (ρ.) .
ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food.
τιμαλφής: (επίθ.) πολύτιμος, πανάκριβος, βαρύτιμος.
τραγέλαφος: () .
τροχοπέδη: (ουσ. θηλ.) (για οχήματα) φρένο / μτφ: εμπόδιο, κώλυμα.
τρυφηλός
υπεισέρχομαι: (ρ.) μπαίνω λαθραία, εισδύω κάπου επιτήδεια.
υποθάλπω: (ρ.) .
υπονομεύω: (ρ.) .
υποσκάπτω: (ρ.) .
υποσκελίζω: (ρ.)
υποτροπιάζω: (ρ.) (για αρρώστια) εμφανίζομαι πάλι, ξανακυλώ.
υφέρπων /-ουσα /-ον: (επίθ.) αυτός που σέρνεται κάτω από κάτι. Μεταφορικά, αναφερόμαστε σε υφέρπουσα νόσο (που κρύβεται κάτω από μη προφανή συμ;τώματα) ή και σε υφέρποντα νοήματα (υπονοούμενα).
φαλκιδεύω: (ρ.)
φείδομαι: (ρ.) εξοικονομώ, τσιγκουνεύομαι, στερώ.
φειδωλός: (επίθ.) οικονομικός, αυτός που μιλά ή προσφέρει ή γενικότερα ενεργεί με φειδώ, με σύνεση, με οικονομία
φενάκη: (ουσ. θηλ.) περούκα / μτφ: το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.
φυλλορροώ: (ρ.) μαδώ, ρίχνω τα φύλλα μου / μτφ: καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.
φυσιοδίφης: (ουσ. αρσ.) αυτός που ερευνά τη φύση, ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, των ζώων και των ορυκτών.
φωταψία:
χειραφέτηση: (ουσ. θηλ.) η απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου.
χίμαιρα: (ουσ. θηλ.) βλ. ουτοπία.
ψήγμα: (ουσ. ουδ.) τρίμμα, λεπτό κομμάτι μετάλλου, ελάχιστη ποσότητα.
Αν θέλετε, μπορείτε να στείλετε κι άλλες, ώστε να εμπλουτίσουμε τη συλλογή.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Θα μαζέψω μόνο σπάνιες λέξεις της νέας ελληνικής που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σήμερα από τον καθένα, ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
Αποκλείονται:
Σκέφτηκα λοιπόν να μαζέψω εδώ διάφορες ελληνικές λέξεις, τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες, για να τις μοιραστώ μαζί σας, σε μια προσπάθεια να διευρύνουμε το λεξιλογικό μας πλούτο. Είναι κρίμα μια γλώσσα 3000 και βάλε ετών να φτωχαίνει τόσο πολύ από τους σημερινούς χρήστες της και να αργοπεθαίνει, επιτρέποντας σε ξενόφερτες λέξεις να "εισβάλλουν" μέσα της και να την αλλοιώνουν. Οφείλω να σημειώσω ότι η πηγή αναζήτησης των ορισμών των λέξεων ήταν το Βικιλεξικό, η Livepedia, η Εγκυκλοπαίδεια Λευκάς , το Λεξικό Τριανταφυλλίδη και το Λεξικό iSchool.
Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
-- Α --
[Πάνω]αβυσσαλέος: (επίθ.) .
αγαστός: (επίθ.) .
αδυσώπητος: (επίθ.) .
ακόρεστος
αλεξιβρόχιο: ομπρέλα
αλτρουιστής: (ουσ. αρσ.) .
αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.
αμείλικτος: (επίθ.) .
αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
άμιλλα: () .
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
ανδραγαθία
απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.
άτεγκτος: () .
ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.
άφατος: (επίθ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ] ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".
αχλός: () .
-- Β --
[Πάνω]βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.
βρόχος: θηλιά. Στην Πληροφορική: επαναλαμβανόμενη υπό συνθήκες σειρά εντολών.
βρώση: κατανάλωση τροφίμου.
βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα: μηχανορραφώ, ραδιουργώ.
-- Γ --
[Πάνω]γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω / (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα συνώνυμα: γονατιστός.
-- Δ --
[Πάνω]δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
δερματοστιξία: τατουάζ.
δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα, δημοκόπος
διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
δύστοκος: (επιθ.) κυριολ.: που γεννά με δυσκολία
μεταφορ.: αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη, συνώνυμο: βραδύνους (αργόστροφος)
-- Ε --
[Πάνω]εγείρω:
ειμαρμένη:
εκμαυλίζω: (ρ.) .
ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.
εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.
εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.
εναργής: (επίθ.)
ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.
ενδόμυχος: (επίθ.) .
επαίσχυντος:
επάρατος:
επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.
ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.
ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.
ευθαρσώς: (επίρ.) .
ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.
-- Ζ --
[Πάνω]ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.
-- Η --
[Πάνω]-- Θ --
[Πάνω]θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.
θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.
θεμιτός: () .
θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.
-- Ι --
[Πάνω]ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.
ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
-- Κ --
[Πάνω]καθέλκυση: (ουσ. θηλ.) .
καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.
καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.
καπηλεύομαι:
κατακερματισμός:
καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.
κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.
κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.
κατηχούμενος: (μτχ.)
κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.
κόλαφος: (ουσ. αρσ.) .
κονιορτοποιώ: (ρ.) λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη.
κωλησιεργώ: (ρ.) καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου.
-- Λ --
[Πάνω]λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.
λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.
-- Μ --
[Πάνω]μαυσωλείο: () .
μειλίχιος: (επίθ.) ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης.
μέμφομαι: () .
μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.
μίασμα: (ουσ. ουδ.) απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα.
μνησίκακος: (επίθ.) αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί.
μομφή: (ουσ. θηλ.) επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία.
μονολιθικός: (επίθ.) πνευματικά στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, μονομερής
μυσταγωγία: () .
-- Ν --
[Πάνω]νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.
νηπενθής: (.) .
νύξη: υπαινιγμός, υπονοούμενο.
νωχελικός: (επίθ.) ο νωθρός, αυτός που κινείται και δρα με αργό ρυθμό και οκνηρία.
-- Ξ --
[Πάνω]-- Ο --
[Πάνω]οδυρμός:
ουραγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους.
ουτοπία: (ουσ. θηλ.) το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα.
-- Π --
[Πάνω]παιανίζω: () .
πακτωλός: () .
πανάκεια: (.) .
παρεισφρέω: (ρ.) εισβάλλω, διεισδύω, μπαίνω αυθαίρετα.
παχυλός: (επίθ.) 1. παχουλός 2. (μτφ.) α) αυτός που είναι περισσότερος από το κανονικό, ο υπερβολικός: "παχυλοί μισθοί", β) ο πλήρης, ο τέλειος. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
πένης: (επίθ.) φτωχός.
πενία: (ουσ. θηλ.) Η στέρηση των αναγκαίων, η ανεπάρκεια και των στοιχειωδεστέρων πόρων για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. η φτώχεια.
πενιχρός: (επίθ.) φτωχικός, λίγος, ανεπαρκής, ασήμαντος.
πολυσχιδής:
προπηλακίζω:
πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος
-- Ρ --
[Πάνω]ρακένδυτος: (επίθ.) κουρελιασμένος, κουρελής.
ρηξικέλευθος: (επίθ.) < από το μεταγενέστερο ῥηξικέλευθος. Σύνθεση των λέξεων ῥήγνυμι, ανοίγω + κέλευθος, δρόμος. Αυτός που δημιουργεί πρόοδο ("ανοίγει νέους δρόμους") στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία κ.α..
-- Σ --
[Πάνω]σκαπανέας: (ουσ. αρσ.) πρωτοπόρος, καινοτόμος, ρηξικέλευθος
σταχυολογώ: (ρ.) μαζεύω στάχυα / (μτφ.) διαλέγω, απανθίζω. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
συνδαιτυμόνας: (ουσ. αρσ.) αυτός που δειπνεί με άλλο άτομο.
-- Τ --
[Πάνω]ταλανίζω: (ρ.) .
ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food.
τιμαλφής: (επίθ.) πολύτιμος, πανάκριβος, βαρύτιμος.
τραγέλαφος: () .
τροχοπέδη: (ουσ. θηλ.) (για οχήματα) φρένο / μτφ: εμπόδιο, κώλυμα.
τρυφηλός
-- Υ --
[Πάνω]υπεισέρχομαι: (ρ.) μπαίνω λαθραία, εισδύω κάπου επιτήδεια.
υποθάλπω: (ρ.) .
υπονομεύω: (ρ.) .
υποσκάπτω: (ρ.) .
υποσκελίζω: (ρ.)
υποτροπιάζω: (ρ.) (για αρρώστια) εμφανίζομαι πάλι, ξανακυλώ.
υφέρπων /-ουσα /-ον: (επίθ.) αυτός που σέρνεται κάτω από κάτι. Μεταφορικά, αναφερόμαστε σε υφέρπουσα νόσο (που κρύβεται κάτω από μη προφανή συμ;τώματα) ή και σε υφέρποντα νοήματα (υπονοούμενα).
-- Φ --
[Πάνω]φαλκιδεύω: (ρ.)
φείδομαι: (ρ.) εξοικονομώ, τσιγκουνεύομαι, στερώ.
φειδωλός: (επίθ.) οικονομικός, αυτός που μιλά ή προσφέρει ή γενικότερα ενεργεί με φειδώ, με σύνεση, με οικονομία
φενάκη: (ουσ. θηλ.) περούκα / μτφ: το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.
φυλλορροώ: (ρ.) μαδώ, ρίχνω τα φύλλα μου / μτφ: καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.
φυσιοδίφης: (ουσ. αρσ.) αυτός που ερευνά τη φύση, ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, των ζώων και των ορυκτών.
φωταψία:
-- Χ --
[Πάνω]χειραφέτηση: (ουσ. θηλ.) η απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου.
χίμαιρα: (ουσ. θηλ.) βλ. ουτοπία.
-- Ψ --
[Πάνω]ψήγμα: (ουσ. ουδ.) τρίμμα, λεπτό κομμάτι μετάλλου, ελάχιστη ποσότητα.
-- Ω --
[Πάνω]Αν θέλετε, μπορείτε να στείλετε κι άλλες, ώστε να εμπλουτίσουμε τη συλλογή.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Θα μαζέψω μόνο σπάνιες λέξεις της νέας ελληνικής που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σήμερα από τον καθένα, ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
Αποκλείονται:
- λέξεις με ξένη προέλευση (ακόμα κι αν ένα συνθετικό της λέξης έχει ξένη προέλευση).
- κύρια ονόματα (ονομασίες πόλεων, διάφορα τοπωνύμια, ονόματα προσώπων κλπ.).
- πολύ συνηθισμένες λέξεις.
- αρχαίες και παρωχημένες λέξεις (π.χ. ωκύπους, βους, βότρυς).
- λέξεις που αποτελούν ειδική ορολογία επαγγελμάτων (π.χ. αορτή, δικογραφία, ένταλμα, μυστρί, τζίβα, ψευδολέξη, ταξιανθία).
φειδωλος
ΑπάντησηΔιαγραφήΒάλε και το "ψευτοδανδής" το οποίο καιρό ψάχνω να βρω τι σημαίνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήκομψευόμενος ψευδοαριστοκράτης
ΔιαγραφήΑντί του "ψευτοδανδής" πρόσθεσα το "δανδής" που είναι το κύριο συνθετικό. Σ' ευχαριστώ για την πρόταση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔύστοκος=κυριολεκτικά:που γεννά με δυσκολία
ΑπάντησηΔιαγραφήμεταφορικά: αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη ,συνώνυμο:βραδύνους (αργόστροφος)
Μονολιθικός=πνευματικά στεγανοποιημένος, Συνώνυμα:μονοδιάστατος,μονομερής
Σκαπανέας=Πρωτοπόρος,καινοτόμος,ρηξηκέλευθος
Ευεπίφορος=επιρρεπής
εφαψίας = αυτός που αρέσκεται να θωπεύει σε χώρους με πολύ κόσμο και σε σημεία όπου οι άνθρωποι είναι στριμωγμένοι πχ.σε λεωφορεία , τραίνα...
ΑπάντησηΔιαγραφήνύξη : υπαινιγμός
ΑπάντησηΔιαγραφήβερμπαλισμός : φλυαρία, ακριτομυθία
Η λέξη βερμπαλισμός είναι ξένη.
Διαγραφήδημαγωγία συνών. δημοκοπία
ΑπάντησηΔιαγραφήαλτρουιστης
ΑπάντησηΔιαγραφήνωχελικος
ΑπάντησηΔιαγραφήρηξικέλευθος Ουσιαστικό < από το μεταγενέστερο ῥηξικέλευθος. Σύνθεση των λέξεων ῥήγνυμι, ανοίγω + κέλευθος, δρόμος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτός που δημιουργεί πρόοδο ("ανοίγει νέους δρόμους") στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία.
πολυσχιδής
ΑπάντησηΔιαγραφήφαλκιδεύω, καπηλεύομαι, υποσκελίζω
ΑπάντησηΔιαγραφήμπεμπλα = η κατωτερη κοινωνικη ταξη
ΑπάντησηΔιαγραφήπλέμπα < λατινική plebs, γενική plebis(μειωτικό) τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, ο λαός
Διαγραφήεπίπλαστος
ΑπάντησηΔιαγραφήανδραγαθία
ΑπάντησηΔιαγραφήδιαπρύσιος -α -ο επίθετο
ΑπάντησηΔιαγραφήπου διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό
πενιχρός, ηγείρω, ακόρεστος, κατηχούμενος, αμπέχονος, τρυφηλότητα, κόλαφος, έξαρση, σαλαζαρικό, θωρικτό, απάγκιος, ανεπαίσχυντα, ταγκός, κορνιοτοποιώ, ενέχειρος, μειλίχιος, κνησμός, σχάση, φωταψία, κατακερματισμός, ειμαρμένος, οδυρμός, επάρατα, μιαρά και εναργής
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιελκυστινδα: το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά, όπου 2 ομάδες τραβούσανε ένα σχοινί μέχρι η μία να παρασύρει την άλλη, πέρα από μια νοητή (κουτρουβάλιασμα) ή υπαρκτή γραμμή. Έτσι και αλλιώς το παιχνίδι παίζεται ακόμα και κανένα παιδί ή ακόμα και οι δάσκαλοι δεν ξέρουν πως πραγματικά λέγεται. Και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά σε μια κατάσταση όπου 2 πλευρες "τραβούν το σχοινί". Η λέξη νομίζω δεν έχει αντικατασταθεί με κάποια νεώτερη και γιατί να περιγράφουμε ένα παιχνίδι με 2-3 λέξεις (ελάτε να τραβήξουμε το σχοινί) ενώ υπάρχει γνήσια Ελληνική λέξη;
ΑπάντησηΔιαγραφήπροπηλακίζω
ΑπάντησηΔιαγραφήυφερπουσα= ?
ΑπάντησηΔιαγραφήυφέρπων (-ουσα, -ον) < υπό + έρπω = σέρνομαι (ερπετό, έρπης κ.τ.λ.)
ΔιαγραφήΟ κρυφός, αυτός που κρύβεται από κάτω, που δεν γίνεται αντιληπτός. Μεταφορικά, αυτός που λειτουργεί στα κρυφά, σε ένα δεύτερο, μη αντιληπτό επίπεδο.
Αλεξιβρόχιο ( ουδ.) = η ομπρέλα
ΑπάντησηΔιαγραφήεπονείδιστος, αρύομαι, ερανίζομαι, κλαγγή, άμωμος, εκζητώ, εναπόθεση, εμποιώ, δωσίλογος, έγγειος, αλυσιτελής, απηνής, ανεπιτηδειότητα, προσφυής, πυρέσσω, κολαφίζω, παρέμφαση, κατοπτεύω, υποβλέπω, επιπίπτω, υπεραίρομαι
ΑπάντησηΔιαγραφήθέσφατο = αναμφισβήτητο
ΑπάντησηΔιαγραφήδερματοστιξία=τατουάζ
ΑπάντησηΔιαγραφήκιβδηλος( ψευτικος)
ΑπάντησηΔιαγραφήθα μπορουσατε να βαλετε την λεξη βρωση=καταναλωση
ΑπάντησηΔιαγραφήφειδώ = κατανάλωση με μέτρο
ΔιαγραφήΥ.Γ Είμαι μαθητής και δεν είμαι 100% σίγουρος για την εγκυρότητα της απάντησής μου.
τιμαλφής = βαρύτιμοα
ΑπάντησηΔιαγραφήταλανίζω = τυρρανώ
επιπροσθέτως = επιπλέον
Συνδετημονες=αυτοι που δυπνουν μαζι
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνδαιτυμονας ειναι η σωστη ορθογραφια
Διαγραφήενστερνίζομαι = αποδέχομαι (μια άποψη)
ΑπάντησηΔιαγραφήδιαπρύσιος = ο ένθερμος και ενθουσιώδης υποστηρικτής μιας ιδέας ή και ενός ανθρώπου
ΑπάντησηΔιαγραφήαπαυγάζω=έχω ως αποτέλεσμα
ΑπάντησηΔιαγραφήοίηση=αλαζονεία, έπαρση
ΑπάντησηΔιαγραφήισχνός=εξαιρετικά αδύνατος, καχεκτικός, λιπόσαρκος
οι λέξεις αυτές δεν είναι σπάνιες!
ΑπάντησηΔιαγραφήυδροπεπων = καρπουζι
ΑπάντησηΔιαγραφήΩχαδελφισμός
ΑπάντησηΔιαγραφήερύθακος = κοκκινολαίμης
ΑπάντησηΔιαγραφήκάποιες από τις λέξεις είναι λατινικής προέλευσης και δε θα έπρεπε να είναι στη λίστα μια και υπάρχουν ελληνικά συνώνυμα αυτών, π.χ. αλτρουισμός, βερμπαλισμός, δάνδης.
ΑπάντησηΔιαγραφήbonus track: αρνησικυρία= βέτο
προπηλακίζω:κατακρίνω βίαια, εκστομίζω ύβρεις
ΑπάντησηΔιαγραφήλοιδορώ: κακολογώ
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλαυτία: εγωπάθεια
ιταμός: θρασύς, αναίσχυντος
Υποθάλπω, ρε παιδιά !
ΑπάντησηΔιαγραφήΝουθεσια=συμβουλη
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙκμάδα =ζωτική δυναμη, ενεργητικότητα
ΑπάντησηΔιαγραφήΔαψιλευω:παρεχω σε μεγαλη αφθονια
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσεταιριζομαι:προσελκυω με πειθω
Στηλιτευω:κατακρινω με δριμυτητα
Κατατρυχομαι:μαστιζομαι
Σκεπτικισμος:καχυποψια
Οιμωγη:θρηνος
Ηδυεπεια:ευγλωττια
Ψιττακιζω:μιμουμαι
ΑπάντησηΔιαγραφήΨιττακιζω:παπαγαλιζω
ΑπάντησηΔιαγραφήΑβελτερια
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγχινοια
Θυμόσοφος
ΑπάντησηΔιαγραφήμια ετυμολογική συνεισφορα. Λεξη αντλια. Από το αρχαιο αντλος που σημαινει το μερος του πλοιου που μαζεύονται τα υδατα, τα ίδια τα περιττα ύδατα και συνεκδοχικα την αναγκη και τα μεσα απομάκρυνσής τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυάριθμος
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπραβο Νικο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικη η ιδεα σου!!!
Συμφωνω απολυτα οτι η ελληνικη γλωσσα εχει απιστευτο πλουτο οπως επισης συμφωνω και με το οτι την "αυτοκτονουμε" καθε μερα..., και ειναι πραγματικα κριμα....
Εγω θα ηθελα να " καταθεσω" τη λεξη
'Ψυχωφελιμη'...οπως η ιδια το λεει, ειναι αυτο που ωφελει την ψυχη...
Καλη συνεχεια, καλη δυναμη και καλο Πασχα! :)
Μπράβο σας να μάθουμε και τίποτα εμείς οι αγράμματοι
ΑπάντησηΔιαγραφήλυκαυγές και λυκόφως (το φως της αυγής και του σούρουπου, μεταφορικά το αρχικό και το τελικό/παρακμή)
ΑπάντησηΔιαγραφήΊδια ετυμολογία έχουν το "λύκειο", ο "λύγκας", ο "λύκος".
Διαγραφήη ριζα λυκ- σημαίνει Φως
ΔιαγραφήH λέξη "ιντριγκα" ειναι από τα γαλλικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήπτωχαλαζων
ΑπάντησηΔιαγραφήΒαρύγδουπος
ΑπάντησηΔιαγραφήΠομφόλιγες
Διαυλοεπιλογεας = telecontrol
ΑπάντησηΔιαγραφήη λέξη είναι παρεισφρέω οχι παρεισφρύω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ συντάκτη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροτείνω στον τίτλο για να εμφανίζεται πιο συχνά στο Google να προσθέσεις τη λέξη ''δύσκολες''.Κάποιες απ τις λέξεις είναι αρκετά εύκολες και συνηθισμένες θεωρώ.
Παρά ταύτα εγώ προτείνω τις λέξεις.
1) υπεροψία (να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του) συν. οίηση, αλαζονεία.
2) ενδελέχεια (η συνεχής φροντίδα) συχνά προβάλλεται λαθεμένα ως ορισμός (λεπτομέρεια)
3)οξυδέρκεια (ευστροφία, εξυπνάδα)
4)κατακρύχω (ταλαιπωρώ υπερβολικά κάποιον,βασανίζω)
Φοιτητής Τμήματος Φιλολογίας Καλαμάτας.
βρόχος (θηλιά σε κρεμάλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦληνάφημα= φλυαρία
ΑπάντησηΔιαγραφή<φληναφώ=φλυαρώ
Εξανδραποδισμός�� υπάρχει
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλες και φίλοι, σας ευχαριστώ όλους για τις συνεισφορές σας. Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι δεν συνδέομαι τακτικά στο ιστολόγιό μου, γι' αυτό ίσως καθυστερώ πάρα πολύ καιρό να ενημερώνω το λεξικό παραπάνω. Τα σχόλιά σας θα παραμένουν κάτω από αυτό ακόμα και μετά την αντιγραφή των λημμάτων που προσφέρετε. Επίσης θέλω να τονίσω πως δεν διατηρώ τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, καθώς θεωρώ τη γνώση που συγκεντρώνεται εδώ ως κοινό κτήμα. Είστε ελεύθεροι να το αντιγράψετε, να το αναδιανείμετε, να κάνετε παραπομπές προς αυτό, ως και να το εμπορευθείτε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦληνάφημα = σαχλαμάρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σημειωθεί επίσης ότι η λέξη '' κωλυσιεργώ '' γράφεται με υ και όχι με η, από τη λέξη κώλυμα!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να αναφέρετε η ετοιμολογία και η ερμηνεία για όλες τις λέξης. Καλό δε θα ήταν να αναφέρονται τα συνώνυμα και τα αντίθετα κάθε λέξης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τον χρόνο σας και τις προσπάθειες σας.
Η λέξη "ετοιμολογία" είναι εντελώς διαφορετική από τη λέξη "ετυμολογία". Στην πρώτη περίπτωση είναι η ετοιμότητα στο λόγο (στην αντιλογία, καλύτερα), ενώ η δεύτερη αναφέρεται στην προέλευση της λέξης, στην εύρεση της "ρίζας" της λέξης.
ΔιαγραφήΜπράβο αυτό μόνο για την προσπάθεια όλων
ΑπάντησηΔιαγραφήΡαστώνη: ραθυμία, νωθρότητα, τρυφηλή ζωή
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξανδραποδιζω=υποδουλωνω
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγγογυστος=αδιαμαρτυρητος
Αγχινοια=οξυνοια
Ακριβοθωρητος=πολυποθητος
Αλεγρος=ζωηρος
Ραφιναρω=φιλτραρω
Ρεκτης=ενεργητικος
Τανυζω=εκτεινω
Άλγος = πόνος
ΑπάντησηΔιαγραφήΜιθριδατισμός: Η λέξη προέρχεται από τον βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη τον Στ' (132-63 π.Χ.), που, επειδή φοβόταν μήπως τον δηλητηριάσουν, δηλητηρίαζε περιοδικά ο ίδιος τον εαυτό του με μικρές μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου. Σήμερα, όταν λέμε "μιθριδατισμός" εννοούμε τη σταδιακή εξοικείωση με μια κακή, ανεπιθύμητη, επικίνδυνη, δυσάρεστη, ανήθικη κατάσταση και παύουμε να αντιδρούμε σε αυτήν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛειδορω που ειναι συνώνυμο με το χλευάζω και το εμπαίζω
ΑπάντησηΔιαγραφήλοιδορω...
ΔιαγραφήΤεχνιέντως= επιτηδευμένη ενέργεια με σκοπό τον δόλο ή την παραπλάνηση. Μην το συγχέεται με το εντέχνως, το οποίο έχει θετική σημασία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντας ένα βιβλίο παλαιογραφίας αναφέρετε ο όρος "συρμαιογραφείν" αυτό εικάζεται οτι αναφερόταν για όσους καλλιγράφους που έγραφαν μικροβυζαντινά και σε μια μορφη που ενώνονταν λες και ήταν ολα απο ένα σύρμα. Το σύρμαιο-(σύρμα)ομως μου θύμιζε του τραίνου τον συρμό και το -γραφειν τα γράμματα που έχουν πανω τους ,τα γκραφφίτι, έτσι κατέληξα στο οτι το graffiti bombing στα τραίνα θα μπορούσε με ορολογία στα ελληνικά να λέγετε Cυρμογραφία και μαζί με όλα τα παράγωγα τους να επεκτείνουν την γλώσσα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΙΣΘΑΡΝΟΣ,ΑΣΙΝΗΣ,ΣΕΜΝΥΝΟΜΑΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήρωθιάζω - η λέξη αναφέρεται στον αφρό που κάνουν τα κουπιά κατά την πλεύση ωστόσο η λέξη θα μπορπύσε να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικώς δηλώνοντας έναν διακαή πόθο επιθυμία.Άλλες λέξεις παρατίθενται κάτωθι:
ΑπάντησηΔιαγραφήκιχλίζω - γελώ προσποιητά
επαμφιτερίζομαι - "το παίζω σε διπλό ταμπλό" συμμαχώ πότε με τούς μεν και πότε με τους δε
οφλισκάνω - χρωστώ/πλήρώνω πρόστιμο
σίζω - ο ήχος που κάνει το μέταλλο κατά την επαφή του με το κρύο νερο
τεκμαίρω - συμπαιρένω
πελάζω - πλησιάζω
όζω - μυρίζω
δούπος -υπόκωφος βαρύς ήχος
ρώννυμαι- ενδυναμώνω
αδρομερώς - περιληπτικά
γλίχομαι - επιθυμώ
ελλακωνίζοντας - περιληπτικά
Ανέσπερο φώς= Φως που δεν σβήνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιασπαθίζω= κατασπαταλώ.
Εμφιλοχωρούν προβλήματα= προκύπτουν.
Στεντόρεια φωνή = δυνατή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαρδόνιο χαμόγελο= υποκριτικό, ειρωνικό.
αιθεροβαμων φανασιοπληκτος αρειμανιος φιλοπολεμος ευσταλαζω εμπνεω κατατρυχομαι βασανιζομαι τυρβη φασαρια ονειδιζω μυκτηριζω
ΑπάντησηΔιαγραφήὙποθέτω ὅτι ἐδῶ προτείνεται ἡ χρήση περισσότερων ἑλληνικῶν λέξεων στὴν καθημερινὴ χρήση τῆς γλῶσσας. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια θὰ ἤθελα νὰ παρατηρήσω, ὅτι ὁρισμένες λέξεις θὰ ἀκούγονταν τουλάχιστον παράξενες καὶ θὰ προκαλοῦσαν θυμηδία. Μερικὲς ἐπισημάνσεις λοιπόν παρακάτω:
ΑπάντησηΔιαγραφήαλεξιβρόχιο: ομπρέλα (Παράξενη)
αλτρουιστής: (ουσ. αρσ.) (Ξένη λέξη. Ἀντίστοιχη Ἑλληνική;)
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ. (Παράξενη)
αχλός: ??????????!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Δὲν βρῆκα τὴν λέξη σὲ κανένα λεξικὸ εἴτε τῆς ἀρχαίας εἴτε τῆς νέας ἑλληνικῆς. Μήπως «ἀχλύς»;
δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα. Προέλευση ἀπὸ γαλλικὴ καὶ ἀγγλική γλῶσσα. Ἀντίστοιχη ἑλληνικὴ λέξη;
δερματοστιξία: τατουάζ. (Παράξενη)
νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ. (Πολὺ παράξενη)
πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική
συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος (Λίγο παράξενη).
ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food. (Παράξενη)
Πολύ όμορφα όλα,απλά θα προτιμούσα να μη παραλείπονται κάποιες έννοιες
ΑπάντησηΔιαγραφή*κωλυσιεργώ
ΑπάντησηΔιαγραφή"Κωλυσιεργώ" το σωστό.
ΑπάντησηΔιαγραφή